εννεάχορδος

εννεάχορδος
-η, -ο (Α ἐννεάχορδος, -ον)
1. αυτός που έχει εννέα χορδές
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐννεάχορδο(ν)
μουσικό όργανο με εννέα χορδές, παρόμοιο με τη λύρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐννεάχορδον — ἐννεάχορδος of nine strings masc/fem acc sg ἐννεάχορδος of nine strings neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννεάχορδα — ἐννεάχορδος of nine strings neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”